- άσκεπος
- η , ο1) см. ασκέπαστος; 2) см. ασκεπής; 3) перен. искренний, с открытой душой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἄσκεπος — not covering masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσκεπος — η, ο (AM ἄσκεπος, ον) 1. ο ακάλυπτος 2. αυτός που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του αρχ. ο απροστάτευτος … Dictionary of Greek
ἀσκέπως — ἄσκεπος not covering adverbial ἄσκεπος not covering masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσκεπον — ἄσκεπος not covering masc/fem acc sg ἄσκεπος not covering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκέπους — ἄσκεπος not covering masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκέπῳ — ἄσκεπος not covering masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκέπαστος — η, ο επίρρ. α και άσκεπος, η, ο ακάλυπτος, αστέγαστος: Έμεινα ασκέπαστος τη νύχτα και κρύωσα. – Έχουν ακόμη το σπίτι ασκέπαστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)